- παραφασία
- ηιατρ. διαταραχή τής εκφράσεως τού προφορικού λόγου η οποία συνίσταται σε μετατροπές φωνημάτων ή λέξεων και εκδηλώνεται είτε σε μορφολογικό είτε σε σημασιολογικό επίπεδο ώς το σημείο να γίνεται ο λόγος ακατανόητος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. paraphasie (< παρ[α]-* + αφασία)].
Dictionary of Greek. 2013.